Ιερές Μονές
Μονή Κατσιμικάδας
Το Μοναστήρι της Παναγίας της Κατσιμικάδας (αφιερωμένο στη μνήμη της Γέννησης της Θεοτόκου) βρίσκεται πλησίον των χωριών “Βρύσες & Μουριατάδα” του δήμου Τριφυλίας νομού Μεσσηνίας, είναι ένας χώρος ειδυλλιακός, με μοναδική φυσική ομορφιά, που σε τραβάει κοντά του σαν μαγνήτης και θέλεις ν’ ανεβείς για να προσκυνήσεις τη χάρη της Παναγιάς.
Tο μοναστήρι της Παναγιάς Κατσιμικάδας ανήκει στο χωριό Μουριατάδα του Δήμου Τριφυλίας χτισμένο στο βουνό Αιγάλεω ή Ψυχρό σε υψόμετρο 650μ. έχει θέα το Ιόνιο πέλαγος.
Ένα περιβόλι του Θεού, μια γωνιά του Παραδείσου, ένα κομμάτι της Εδέμ, είναι ο χώρος της Κατσιμικάδας.
Από το κλαδί του πλέον των εκατό ετών πλατάνου, κρέμονται δυο καμπάνες. Η πιο μεγάλη φέρνει πάνω της τη χρονολογία 1880.
Λίγα μέτρα πίσω απ’ το ιερό, να’ την η πηγή. Η βρυσομάνα, που ολοχρονίς πλούσιο και γάργαρο δίνει το νερό της. Ένα νερό δροσιστικό, που το πίνεις και το χαίρεσαι, που χωνεύει «σίδερα», όπως όλοι έχουν προσέξει κι έχουν παραδεχτεί. Πίνεις, ξεδιψάς και ξαναπίνεις. Ευλογία Θεού!
Στο πάνω μέρος, υπάρχει σύγχρονος ξενώνας για τη διαμονή προσκυνητών.
Ο ΘΡΥΛΟΣ για την ΟΝΟΜΑΣΙΑ της ΜΟΝΗΣ
Ο θρύλος για την ανεύρεση της Ιεράς Εικόνας της Παναγίας της Κατσιμικάδας και για την ονομασία της έχει ως εξής:
Κάποτε, στα παλιά τα χρόνια, στην περιοχή που σήμερα είναι χτισμένο το Μοναστήρι, έβοσκαν κοπάδια από γίδια. Μια κατσικάδα (θηλυκό κατσίκι) ξέκοβε απ’ το υπόλοιπο κοπάδι, χωνόταν στη βατουλιά, όπου υπήρχε η πηγή, για να πιει νερό και βέλαζε. Αυτό έγινε πολλές φορές, οπότε ο τσοπάνης υποψιάστηκε πως κάτι συμβαίνει. Μπήκε μαζί με άλλους τσοπάνηδες στη βατουλιά και είδαν την κατσικάδα να βελάζει μπροστά στη μισοχωμένη εικόνα της Παναγίας. Έτσι βρήκαν την εικόνα.
Απ’ την κατσικάδα ή απ’ το κατσίκι (μου) και την κατάληξη του υποκοριστικού – κάδα, έγινε το Κατσιμικάδας, κατά το Λεντεκάδα, Μουριατάδα, Σαρακινάδα, Φαρακλάδα, Μεταξάδα, Βλασάδα κ.α.
Η εικόνα αυτή της Παναγίας της Κατσιμικάδας, που κατά την παράδοση βρέθηκε απ’ τον ποιμένα της περιοχής, δεν υπάρχει. Πολλοί κάτοικοι ισχυρίζονται πως η εικόνα αυτή, σε κάποιο «χαλασμό» απ’ τους Τούρκους «πέρασε» στα Εφτάνησα. Μιλούν για τη Ζάκυνθο. Ποιος να ξέρει; Και πού πια να την αναζητήσει κανείς…
ΙΣΤΟΡΙΑ της ΜΟΝΗΣ
Πότε χτίστηκε το Μοναστήρι της Κατσιμικάδας δε μας είναι γνωστό. Δεν υπάρχουν γραπτά κείμενα και γραπτές μαρτυρίες που να μας κάνουν λόγο για την αρχή του. Το ξεκίνημά του, χάνεται στα βάθη του χρόνου.
Το Μοναστήρι υπήρχε κατά τους χρόνους της ξενοκρατίας (Ενετοκρατίας – Τουρκοκρατίας) και πολλές φορές, χρησίμευε ως καταφύγιο των κλεφτών.
Κάπου στον 10ο αιώνα, πρέπει να τοποθετηθούν οι ρίζες του Μοναστηριού. Η παράδοση λέει πως το Μοναστήρι καταστράφηκε για πρώτη φορά το 1230.
Την εποχή της Β’ Ενετοκρατίας, όπως φαίνεται απ’ τα αρχεία Γκριμάνι, η Μονή της Κατσιμικάδας και καλόγερους είχε με τον ηγούμενό τους και περιουσιακά στοιχεία παρουσίαζε, που της παρείχαν την ευχέρεια να έχει την οντότητά της ως Μονή. Και, για να έχει το Μοναστήρι, εκείνη την εποχή μια κάποια αίγλη, θα πρέπει οι ρίζες του να ήταν βαθιές και να χάνονταν σε κάποιους αιώνες πιο πίσω.
Ο Τουρκοαιγύπτιος πασάς, ο γνωστός Ιμπραήμ έκαψε το Μοναστήρι στα τέλη Μαΐου του 1825 και κατέστρεψε την όποια κτηματική περιουσία είχε, καίγοντας ελιές και κόβοντας δέντρα. Τον καιρό εκείνο, το Μονίδριο – όπως αναφέρεται – της Κατσιμικάδας, δεν είχε μοναχούς. Ήταν έρημο. Την περιουσία του διαχειριζόταν και νοίκιαζε σε ανθρώπους της Κυπαρισσίας ή των χωριών της περιοχής, αρχικά η Μητρόπολη και προς το τέλος της δεκαετίας ο Δήμος Κυπαρισσίας. Όμως, μετά την καταστολή της Επαναστάσεως του Γιαννάκη Γκρίτζαλη – της γνωστής ως «Βλαχοεπανάστασης» – απ’ τους Βαυαρούς, η πρωτεύουσα του Νομού Μεσσηνίας μεταφέρθηκε στην Καλαμάτα.
Όλα αυτά τα χρόνια το Μοναστήρι δεν είχε μοναχούς. Παρουσιάζεται εγκαταλειμμένο και έρημο. Τα χωράφια του και τα δέντρα του, που όλο και λιγοστεύουν, νοικιάζονται από Αρκαδινούς ή από χωρικούς των γύρω χωριών κι έτσι καλλιεργούνται, ώστε να μην ερημώνουν. Το 1863, όπως και σήμερα, το Μοναστήρι γιόρταζε το γενέθλιο της Θεο¬τόκου στις 8 Σεπτεμβρίου. Από τους πολλούς μοναχούς που έζησαν στο Μοναστήρι, για έναν μοναχό λέγονται πολλά. Πρόκειται για τον Ηγούμενο Γαβριήλ. Από μαρτυρίες των κατοίκων των χωριών, Μουριατάδας και Καρβούνι ήρθε κατά πάσα πιθανότητα γύρω στα 1880 Καταγόταν από τη Σμύρνη. Το 1894 σύμφωνα με τη σκαλισμένη πέτρα του υπέρθυρου, θα πρέπει να ολοκληρώθηκαν οι οικοδομικές εργασίες της εκκλησίας. Μεγάλωσε την εκκλησία και την ψήλωσε περίπου ένα μέτρο. Ακόμα μεγάλωσε και το κτίριο που στεγάζονταν τα «κελλιά». Στη συνέχεια, ο Γαβριήλ μάντρωσε και περίφραξε το χώρο του μοναστηριού, φύτεψε δέντρα, πλατάνια και κυπαρίσσια και ό,τι άλλο θεώρησε καλό. Καλλιεργούσε επίσης και ένα αμπέλι «άλφα», όπως το χαρακτηρίζουν οι σημερινοί γέροντες, που το θυμούνται.
Το 1910 διαμορφώνεται ο αύλειος χώρος και χτίζεται η αυλόπορτα που φέρνει και αυτή στο υπέρθυρο χαραγμένη τη χρονολογία. Κάτω απ’ το σταυρό σκαλισμένο το όνομα του χτίστη με κεφαλαία γράμματα (ΘΩΜΑΣ ΒΑΡΔΑΚΗΣ). Ο Καλόγερος αυτός δραστήριος και εργατικός σαν μέλισσα πήγαινε στην αγορά με το δίσκο στο χέρι και έλεγε: «Το όβολόν σας για την Κατσιμικάδα». Κάθησε σαν καλόγερος μέχρι το 1920, οπότε αναχώρησε για την Πατρίδα του. Από τότε χάθηκαν τα ίχνη του.
Σε όλες τις επόμενες δεκαετίες, που οι άνθρωποι συνήθιζαν να κάνουν ένα είδος διακοπών κοντά στο βουνό και όχι πλησίον της θάλασσας, μερικές οικογένειες Κυπαρισσίων ανέβαιναν στο Μοναστήρι της Κατσιμικάδας, για να παραθερίσουν και να σοδειάσουν βουνίσιο αέρα στα πνευμόνια τους. Ήταν τότε που η φυματίωση θέριζε τον κόσμο και παρέμενε δυσκολοθεράπευτη νόσος.
Η γιορτή της Παναγίας γιορταζόταν κάθε χρόνο πανηγυρικά και οι προσκυνητές συνέρρεαν από το βράδυ και διανυκτέρευαν στη Μονή. Αυτό γίνεται μέχρι και σήμερα. Ακόμα, χωρίς διακοπή, στο Μοναστήρι γίνεται λειτουργία την τρίτη μέρα του Πάσχα, με συμμετοχή πολλών πιστών.
Κάπου στα 1955 με 1960, όταν Μητροπολίτης Τριφυλίας – Ολυμπίας ήταν ο αείμνηστος Δαμασκηνός (Χατζόπουλος), έγινε προσπάθεια εξωραϊσμού του Μοναστηριού και διαμόρφωσης του χώρου σ’ έναν τόπο αναπαράστασης των παθών του Κυρίου. Στα πλαίσια αυτά από τον τότε καταξιωμένο αγιογράφο Γιάννη Θεοδωρακόπουλο, αγιογραφήθηκαν σε μεγάλες λαμαρινένιες επιφάνειες: ο «μυστικός δείπνος», που ήταν αναρτημένος μέσα στο ναό – στη μεσημβρινή του πλευρά – και που σώζεται ακόμα, η «ανάβαση του Χριστού – με το σταυρό στον ώμο – στο Γολγοθά» του – στο πρανές πάνω απ’ την εκκλησία – η «σταύρωση του Κυρίου εν μέσω των δυο ληστών με το ρωμαίο στρατιώτη να του κεντά την πλευρά» – κάτω απ’ τις καστανιές – και η «ταφή» του λίγο δεξιότερα, σ’ ένα λιθοχτισμένο τάφο. Την εποχή εκείνη, πολλές ακολουθίες της Μ. Εβδομάδας είχαν ψάλλει υπαίθρια, κάτω από τις εικόνες αυτές – αναπαραστάσεις. Και είχαν πραγματικά σκορπίσει ρίγη συγκίνησης, σ’ όσους έτυχε να τις παρακολουθήσουν.
Τα τελευταία χρόνια καταβλήθηκε συλλογική προσπάθεια – λεπτομερής λόγος γίνεται σ’ άλλες σελίδες – για το χτίσιμο του σύγχρονου ξενώνα, από το Σύλλογο των εν Αθήναις Κυπαρισσίων «η Αρκαδιά».
Από το 1996 έως σήμερα στη Μονή υπηρετεί ο δραστήριος και εργατικός Ιερομόναχος Σπυρίδων Πέρρας, ο οποίος με το περίσσιο του ζήλο έδωσε ζωή στη Μονή. Η συνδρομή πολλών ήταν αξιοσημείωτη. Ο επισκέπτης της μονής μπορεί να θαυμάσει ιστορικά ευρήματα που φυλάσσονται στο κειμηλιοφυλάκιο, το οποίο ιδρύθηκε το 1997, όταν ο γέροντας Σπυρίδων που παραμένει πλέον στη μονή καθαρίζοντας τους χώρους της που είχαν μείνει έτσι για πάνω από 16 χρόνια, άρχισε να βρίσκει διάφορα κειμήλια. Μερικά από αυτά είναι:
- Οι ασημένιες καντήλες του 1885
- Αποστολόθυρα χρονολογίας 1886
- Οι Αρχάγγελοι Μιχαήλ & Γαβριήλ που κοσμούσαν τις παράπλευρες πόρτες του ιερού και φιλοτεχνήθηκαν στο Άγιο Όρος το 1923
- Ο Μεγάλος Αρχιερέας του 1921
- Εκκλησιαστικά (λειτουργικά – Μηνιαία) βιβλία τυπωμένα στο Ελληνικό Τυπογραφείο του Αγ. Γεωργίου στη Βενετία το 1862 και κάποια τυπωμένα στην Ελλάδα το 1896
- Το Πεντηκοστάριο του 1875
- Τα αργυρά δισκοπότηρα του 1880 και του 1885
- Φθαρμένες εικόνες αγιογραφημένες από τον 19ο αιώνα
Τηλέφωνον : 2761022568